- ἐγχειρήματα
- ἐγχείρημαtakeneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐγχειρήματ' — ἐγχειρήματα , ἐγχείρημα take neut nom/voc/acc pl ἐγχειρήματι , ἐγχείρημα take neut dat sg ἐγχειρήματε , ἐγχείρημα take neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αμούνδσεν, Ρόαλντ — (Roald Engelbregt Grauning Amundsen, Μπόργκε, Νορβηγία 1872 – Βόρειος Παγωμένος ωκεανός 1928). Νορβηγός εξερευνητής. Η αγάπη του για τις περιπέτειες και το μεγάλο πάθος του για τη θάλασσα τον βοήθησαν να γίνει βαθύς γνώστης του Βόρειου και του… … Dictionary of Greek
AZAZEL — cuius mentio Levit. c. 16. v. 8. Iuliano Apostatae, Hebraeis, Valentinianis et Magis, daemon est. Unde Iulianus ex hoc loco Mosis conatus probare est, scripsisse hunc ὑπὲρ Α᾿ποτροπαίων, i. e. de Diis Averruncis, a Cyrillo docte refutatus in… … Hofmann J. Lexicon universale
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
φιλοπαράβολος — ον, Α αυτός που αγαπά τα τολμηρά εγχειρήματα, ριψοκίνδυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + παράβολος «παράτολμος, ριψοκίνδυνος»] … Dictionary of Greek
Αλωάδαι/-ες ή Αλωείδαι/ες — Μυθολογικά πρόσωπα. Έτσι ονομάζονταν οι μυθικοί γίγαντες Ώτος και Εφιάλτης, στους οποίους αποδίδονταν διάφορα εγχειρήματα, μεταξύ των οποίων και η φυλάκιση του Άρη για δεκατρείς μήνες σε ένα χάλκινο πιθάρι, απ’ όπου τον απελευθέρωσε ο Ερμής.… … Dictionary of Greek
Αναπούρνα — Κορυφή (8.078 μ.) των Ιμαλαΐων, στο κεντρικό Νεπάλ, στην οποία πάτησαν πρώτοι οι Γάλλοι Μορίς Ερζόγκ και Λουί Λασενάλ στις 3 Ιουνίου 1950. Η ανάβαση αυτή, που υποβοήθησε τα δύσκολα εγχειρήματα κατάκτησης των Ιμαλαΐων στα χρόνια που ακολούθησαν,… … Dictionary of Greek
Αρκτικός ωκεανός — Θαλάσσια έκταση (13.980.000 τ.χλμ.) που εκτείνεται στην περιοχή του Βόρειου Πόλου και περιβάλλεται κατά μεγάλο μέρος από στεριά· βρέχει τις βόρειες περιοχές της Ασίας, της Ευρώπης και της Αμερικής. Τα όριά του είναι σαφή προς την πλευρά του… … Dictionary of Greek
Βίτγκενσταϊν, Λούντβιχ Γιόζεφ Γιόχαν — (Ludwig Josef Johann Wittgenstein,Βιέννη 1889 – Κέιμπριτζ 1951).Αυστριακός φιλόσοφος. Πήρε δίπλωμα μηχανικού στην Αυστρία και στη συνέχεια έφυγε στην Αγγλία για ειδίκευση. Εκεί συναντήθηκε με τον Μπέρτραντ Ράσελ και έγινε μαθητής του, στρέφοντας… … Dictionary of Greek
επιστημονική φαντασία — Αφηγηματικό είδος (διηγήματα, μυθιστορήματα, ποιήματα, ύλη ειδικών περιοδικών, ταινίες, βιντεοπαιχνίδια) που αντανακλά τις φανταστικές ή αληθοφανείς θεωρίες οι οποίες στηρίζονται σε έναν ορισμένο τύπο επιστημονικών προφητειών και έχουν ως… … Dictionary of Greek